- οξ(ε)ίδωση
- [-ις (-εως)] η1) окисление; ржавление; 2) тех оксидирование; 3) хим. дегидрирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξ(ε)ίδωση — η 1. φυσ. χημ. η δέσμευση οξυγόνου από ένα σώμα 2. χημ. χημική αντίδραση κατά την οποία αποσπώνται ηλεκτρόνια από ένα άτομο ή από ένα μόριο 3. (για μέταλλα) το αποτέλεσμα τής ένωσης ενός στοιχείου με το οξυγόνο, σκούριασμα 4. φρ. α) «αριθμός… … Dictionary of Greek
οξ(ε)ιδώσιμος — η, ο χημ. ο δεκτικός οξείδωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(ε)ίδωση, πρβλ. αγγλ. oxidizer. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek